Μεταβολικό Σύνδρομο:
Ο Βασικός Υπαίτιος πίσω από τη Χοληστερίνη, την Παχυσαρκία και τη Χρόνια Κόπωση.
Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κυρίως μετά την ηλικία των 40 ετών, αναπτύσσει μεταβολικό σύνδρομο. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν νοιώθετε καλά, γιατί έχετε παραπάνω κιλά, ενώ αυξάνει την πιθανότητα για προβλήματα καρδιάς, για διαβήτη και άλλα χρόνια νοσήματα. Το 1988 ο G. Reaven, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, περιέγραψε για πρώτη φορά το μεταβολικό σύνδρομο ή σύνδρομο Χ. Στην ιστορική του διάλεξη ο G. Reaven, ανέπτυξε ότι η κεντρικού τύπου παχυσαρκία (συσσώρευση λίπους κυρίως στη κοιλιά), ο διαβήτης, η υπέρταση και η διαταραχή των λιπιδίων (τριγλυκερίδια και χοληστερίνη) έχουν ένα κοινό αίτιο, την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Αντίσταση στην Ινσουλίνη; Η ινσουλίνη είναι μια από τις σημαντικότερες ορμόνες στο ανθρώπινο σώμα.
Πέρα από τον γνωστό ρόλο της στην διατήρηση σταθερών επιπέδων σακχάρου στο αίμα μας, ρυθμίζει την παραγωγή ενέργειας, τις καύσεις του λίπους και έχει πλειάδα άλλων λειτουργειών. Στην πράξη όλο σχεδόν το ενδοκρινικό σύστημα ρυθμίζεται από την ινσουλίνη. Όταν το σώμα μας παράγει αυξημένες ποσότητες ινσουλίνης για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε πολλά όργανα μειώνουν την ανταπόκριση τους (ευαισθησία τους) σε αυτήν. Τα κύτταρα μας «συνηθίζουν» στα συνεχή υψηλά επίπεδα ινσουλίνης και δεν υπακούουν στις εντολές της. Η συγκεκριμένη κατάσταση μειωμένης δραστικότητας και ευαισθησίας που συνοδεύεται από αυξημένη έκκρισης ινσουλίνης ονομάζεται αντίσταση στην ινσουλίνη. Αυτό μας εξηγεί γιατί ενώ μπορεί κανείς να έχει φυσιολογικά επίπεδα ζαχάρου, να βιώνει έντονες μεταβολικές διαταραχές. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης προωθούν τη φλεγμονή και έχουν συσχετιστεί με πολλά αυτοάνοσα και χρόνια νοσήματα. Η αντίσταση στην ινσουλίνη φαίνεται να είναι ένας από τους κύριους υπαίτιους για τα βασικά προβλήματα υγείας στο σύγχρονο Δυτικό Πολιτισμό.
Παχυσαρκία: Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης προωθούν την αποθήκευση λίπους στον οργανισμό ενώ παράλληλα εμποδίζουν την καύση του. Τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης ενισχύουν τη πείνα και μας ωθούν προς την αναζήτηση τροφής.
Όσο υψηλότερα τα επίπεδα ινσουλίνης, τόσο μειώνονται οι καύσεις του λίπους και τόσο αυξάνεται η πείνα μας. Πρόκειται για έναν αρχέγονο μηχανισμό που ενώ βοήθησε το ανθρώπινο είδος να επιβιώσει σε συνθήκες έλλειψης τροφής, σήμερα είναι ίσως ο Νο 1 δήμιος του. Αν δεν μειωθούν τα επίπεδα ινσουλίνης ώστε να αποκατασταθεί η φυσιολογική μεταβολική λειτουργία η επιδείνωση είναι σταθερή και αναπόφευκτη.
Στρες: Γνωρίζουμε ότι η ινσουλίνη είναι ένας από τους πιο ισχυρούς διεγέρτες του νευρικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα συνδέονται με υπερένταση, ταχυκαρδίες, προβλήματα ύπνου, μείωση της σεξουαλικής διάθεσης και χρόνια κόπωση. Πρόκειται για μια κατάσταση μεταβολικού στρες που λανθασμένα συγχέεται από το άτομο ως ψυχολογικό στρες. Αν στη συγκεκριμένη εικόνα προστεθεί και κάποια ψυχολογική πίεση από το εργασιακό ή το οικογενειακό περιβάλλον τότε τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν γιατί τα περιθώρια αντίδρασης είναι μικρά.
Χρόνια κόπωση: Η αδυναμία καύσης λίπους αναγκάζει το σώμα μας να στραφεί στις ορμόνες του στρες όπως η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη. Για κάποιο χρονικό διάστημα, που μπορεί να είναι μήνες ή χρόνια, ανάλογα με τα αποθέματα του κάθε οργανισμού, ο οργανισμός μας “μπαλώνει” το πρόβλημα μέσα από την αυξημένη παραγωγή αυτών των ορμονών. Το τίμημα βέβαια είναι επιπλέον στρες και άγχος που προστίθενται στη διέγερση της ινσουλίνης. Περισσότερη κορτιζόλη και αδρεναλίνη μειώνουν περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της ινσουλίνης. Ένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της συγκεκριμένης μεταβολικής φάσης είναι μειωμένη αντίληψη της κούρασης και λιγότερες ώρες ύπνου. Σε αυτό το σημείο το άτομο έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται όλο και λιγότερο τι ακριβώς συμβαίνει στο σώμα του και ποιες είναι οι πραγματικές του ανάγκες. Κάποια στιγμή η παραγωγή κορτιζόλης είναι η πρώτη που υποχωρεί, το σώμα δεν μπορεί να διατηρήσει αυξημένα επίπεδα για όλο το 24ωρο. Το άτομο αρχίζει να εμφανίζει συμπτώματα έλλειψης ενέργειας αργά το απόγευμα. Η παραγωγή κορτιζόλης συνεχίζει να εξαντλείται σταδιακά μέχρι να φτάσει στο σημείο που το άτομο ξυπνάει κουρασμένο χωρίς αποθέματα ενέργειας.
Υπέρταση:
Ενώ η κορτιζόλη αρχίζει να μειώνεται η ινσουλίνη και η αδρεναλίνη παραμένουν αυξημένες. Οι δύο αυτές ορμόνες συμβάλουν σε αυξημένη απώλεια, μέσα από τα ούρα, σε μαγνήσιο και κάλιο. Ταυτόχρονα προκαλούν σπασμό στα αγγεία που σε συνάρτηση με τις ελλείψεις σε βασικά αμινοξέα και μεταλλικά στοιχεία, λόγω της φτωχής ποιότητας των τροφών μας σε θρεπτικά συστατικά, κάνουν την αύξηση της αρτηριακής πίεσης πλέον αναπόφευκτη.
Διαβήτης:
Ένας στα δέκα άτομα πάσχει από Σακχαρώδη Διαβήτη και 20 – 30 % του πληθυσμού βρίσκεται σε προ-διαβητικό στάδιο. Μετά από πολλά χρόνια αυξημένης παραγωγής ινσουλίνης τα κύτταρα του παγκρέατος που είναι επιφορτισμένα με αυτό το δύσκολο έργο, καταβάλλονται και δεν μπορούν πλέον να παράξουν ινσουλίνη στις συγκεκριμένες ποσότητες. Το ζάχαρο στο αίμα μας αρχίζει να ανεβαίνει και αυτό ονομάζεται διαβήτης. Νέα δεδομένα σχετικά με τα τελομερή δηλώνουν ότι η αυξημένη ζήτηση ινσουλίνης οδηγεί σε περισσότερες κυτταρικές διαιρέσεις των κυττάρων αυτών (κύτταρα του Langerhans) και μείωση του μήκους των τελομερών τους. Το αποτέλεσμα είναι ο πρόωρος θάνατος (απόπτωση) αυτών των κυττάρων.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Όσο δυσοίωνα και αν φαίνονται τα παραπάνω, το καλό είναι ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτά. Oι σύγχρονες εξελίξεις στην ιατρική, στη διατροφολογία, στην κατανόηση του ρόλου των βιταμινών και του ανθρώπινου μεταβολισμού, μας επιτρέπουν να αλλάξουμε αυτή την εικόνα. Παράλληλα η ανάπτυξη εξετάσεων Μεταβολομικής μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε ακριβώς τι λείπει από το σώμα μας και να το αποκαταστήσουμε στοχευμένα. Μπορεί οι τροφές μας να μην έχουν πια τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται το σώμα μας για να λειτουργήσει σωστά, είμαστε όμως τυχεροί που μπορούμε σήμερα να βρούμε σε μορφή συμπληρωμάτων διατροφής, ένα τεράστιο αριθμό μικροθρεπτικών συστατικών. Η διενέργεια εξετάσεων μεταβολομικής που αφορούν στην μέτρηση πολύ μικρών μορίων επιτρέπουν να έχουμε ακριβή εικόνα για τη κατάσταση του μεταβολικού προφίλ του κάθε ατόμου. Εξετάσεις που μέχρι πριν λίγα χρόνια είχαν εφαρμογή σε καθαρά ερευνητικό επίπεδο, εφαρμόζονται σήμερα στην κλινική πράξη μπορούν να μας βοηθήσουν στη επίτευξη βέλτιστης υγείας.